
Τι σχέση, όμως, έχει αυτή η έννοια της λιτότητας με αυτό που σήμερα χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη οικονομική πολιτική των ημερών; Καμία! Όταν ένας πολιτικός ή ένας οικονομολόγος αναφέρεται στη «λιτότητα» (λέγοντας π.χ. ότι «αποτελεί μονόδρομο»), δεν εννοεί την ανάγκη ενός συμπεριφορικού απεγκλωβισμού από τον καταναλωτισμό. Εννοεί κάτι πολύ διαφορετικό και συγκεκριμένο: τη μείωση των ελλειμμάτων του κράτους μέσω ενός συνδυασμού περικοπής δαπανών και επιπλέον φορολογικών εσόδων με στόχο τη χαλιναγώγηση του δημόσιου χρέους.
Με άλλα λόγια, αφορά τη λιτότητα του δημόσιου τομέα και μόνο. Γιατί «και μόνο»; Εξ ορισμού! Σκεφτείτε το: όταν το Δημόσιο μειώνει τις δαπάνες του, η πολιτική «λιτότητας» θα πετύχει τον στόχο της (τη συγκράτηση του δημόσιου χρέους) μόνο εάν, παράλληλα, οι ιδιώτες αυξήσουν τις δαπάνες τους. Γιατί πρέπει οι ιδιώτες να αυξήσουν τις δαπάνες τους για να πετύχει η λιτότητα;
Ο λόγος είναι απλούστατος: επειδή το Εθνικό Εισόδημα (π.χ. αυτό που λέμε ΑΕΠ) δεν είναι τίποτε άλλο από το άθροισμα δημόσιων και ιδιωτικών δαπανών. Άρα, αν η μείωση των δημόσιων δαπανών δεν οδηγήσει στην αύξηση των ιδιωτικών δαπανών, τότε το άθροισμα δημόσιων και ιδιωτικών δαπανών (το ΑΕΠ) θα μειωθεί. Κι αν μειωθεί, τότε θα έχουμε μείωση και των φορολογικών εσόδων, με αποτέλεσμα να αποτύχει η πολιτική «λιτότητας» όσον αφορά τον βασικό της στόχο, που είναι η χαλιναγώγηση του χρέους (καθώς θα έχουμε τη γνωστή σε όλους πλέον «υστέρηση δημόσιων εσόδων»).
Κανένας οικονομολόγος δεν διαφωνεί σε αυτό. Εκεί που έγκειται η διαφωνία είναι στο τι θα συμβεί στις ιδιωτικές δαπάνες, εάν, ιδίως εν μέσω κρίσης, μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες. Από τη μία έχουμε τη σχολή σκέψης που λέει ότι η μείωση των δημόσιων δαπανών, με παράλληλη μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα και «διαρθρωτικές αλλαγές» που «λύνουν» τα χέρια των επιχειρηματιών, θα δώσει το «κουράγιο» στους τελευταίους να προβούν σε επενδύσεις οι οποίες, αμέσως μετά, αυξάνοντας τις προσλήψεις (έστω και με χαμηλότερους μισθούς), θα περάσουν το πνεύμα αισιοδοξίας στους καταναλωτές, ώστε ν’ αρχίσουν ν’ αγοράζουν ξανά. Από την άλλη, έχουμε την αντίθετη σχολή οικονομικής σκέψης, που θεωρεί πως οι επιχειρηματίες, όσο μειώνονται εν μέσω κρίσης οι δημόσιες δαπάνες και οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα, τόσο περισσότερο πανικοβάλλονται και απέχουν από επενδύσεις, με αποτέλεσμα την καθίζηση του ΑΕΠ και την αποτυχία της πολιτικής «λιτότητας».
Προφανώς, η «λιτότης» δεν είναι το ζήτημα. Ούτε οι θιασώτες των πολιτικών «λιτότητας» θέλουν πραγματική λιτότητα (από τη στιγμή που προσεύχονται ν’ αυξήσουν τις δαπάνες τους επιχειρηματίες και καταναλωτές) ούτε και οι αντίπαλοί τους. Η μόνη τους διαφορά αφορά το πώς θα ανατραπεί η «λιτότητα» που δημιουργεί την κρίση. Πώς θα αυξηθούν οι ιδιωτικές δαπάνες με τρόπο μεσο-μακρο-πρόθεσμα βιώσιμο. Οι μεν ζητούν να περιοριστούν δραστικά οι υπηρεσίες και τα εισοδήματα των πιο ευάλωτων κοινωνικά ομάδων (γιατί αυτές πλήττονται από τις απολύσεις στο Δημόσιο, τις μειώσεις συντάξεων, την περιστολή των κρατικών κονδυλίων για την Παιδεία κ.λπ.), ενώ οι δε υποστηρίζουν ότι αυτή η «αυστηρότητα» δεν είναι μόνο κοινωνικά άδικη αλλά και οικονομικά αναποτελεσματική (καθώς, τελικά, το χρέος δεν συμμαζεύεται λόγω της κατάρρευσης των φορολογικών εσόδων). Ας αφήσουμε, λοιπόν, την αρετή της λιτότητας στους μόνους που νοιάζονται γι’ αυτήν πραγματικά: στους οικολόγους (που θεωρούν ότι αποτελεί τον μόνο τρόπο να σώσουμε τον πλανήτη).
Όλοι οι υπόλοιποι αγωνιούμε για το τέλος της λιτότητας. Και διαφωνούμε για το εάν αυτό θα επιτευχθεί μέσω «αυστηρότητας» ή πολιτικών μακροοικονομικής επέκτασης.
του καθηγητή Γ. Βαρουφάκη / πηγή: lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου