Καλησπέρα, αγαπημένοι μου συνοδοιπόροι στης φαντασίας μου τα μονοπάτια, σήμερα για ακόμη μια αρκετά κουραστική θα έλεγα Παρασκευή, ένα ταξίδι με πάει ένα σκαλοπάτι ποιό κοντά. Σε τι; Γιατί; Δεν ξέρω να σας απαντήσω, άπλα εμπιστεύομαι και αφήνομαι στην Ζωή. Καλό ταξίδι.
«Ένα κομμάτι ελεύθερου τσιμέντου...»
Περίμενα το τρένο των 11:25 στον σταθμό , στα χέρια μου ένα σημειωματάριο και μια πένα
που κυλούσε αργά σχεδιάζοντας γράμματα πάνω στο μισοκίτρινο χαρτί. Στα ακουστικά
μου έπαιζε απαλή jazz μουσική που με έκανε να αφήνομαι στον κόσμο της φαντασίας
μου. Γύρω μου θαμπά βλέμματα άγνωστων ανθρώπων που ταξίδευαν στις σκέψεις τους.
Πάτησα για λίγο pause στο mp3 μου, ήθελα αυτήν την εικόνα να την φωτογραφήσω με
τα μάτια μου. Από μακριά ξαφνικά ακούστηκε ένα παραπονιάρικο «Σ’αγαπώ» μαζί με
μια σφιχτή αγκαλιά για παρεάκι από μια κοπέλα που το αγόρι της θα έφευγε για κάποιον
άγνωστο προορισμό σε λίγη ώρα. Στα μάτια και των δύο υπήρχε μια ελπίδα κρυφή...Ήταν
σαν να έλεγαν ο ένας στον άλλον «δεν θα σταθεί εμπόδιο τίποτα μεταξύ μας...» και έτσι
έμειναν αγκαλιασμένοι όλοι την ώρα χωρίς να τους νοιάζει τίποτα και κανένας.
Πιο δίπλα καθόταν ένας κύριος με πρόχειρα ρούχα και ένα μαύρο παλτό με ξηλωμένες
τσέπες, μονολογούσε κοιτώντας τα αστέρια ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Δεν
τον ένοιαζε τι θα πει ο κόσμος και καλά έκανε. Είχα κολλήσει πάνω του, πάνω στο βλέμμα
του, στις κινήσεις που ασυναίσθητα έκανε με τα χέρια του. Μέτα από κάποια λεπτά με
κοίταξε, σηκώθηκε όρθιος, έβαλε τα χέρια του πίσω από την πλάτη και με αργά βήματα
ερχόταν προς το μέρος μου αγνοώντας τα ειρωνικά γέλια και τους ψιθύρους στον διάβα
του.
Σταμάτησε από πάνω μου, και ενώ ήμουνα έτοιμος να φύγω, μια δυναμική χροιά
ακούστηκε που ξέφτισε μέσα στα χρόνια, και μου είπε «Κύριε, μπορώ να καθίσω μαζί
σας;» Η φωνή του ήταν τόσο ζέστη τόσο αληθινή, που αμέσως του απάντησα «Φυσικά,
καθίστε παρακαλώ» παραχωρώντας του έτσι και το τελευταίο κομμάτι τσιμέντου που είχε
απομείνει στον σταθμό.
Πέρασαν κάποια λεπτά χωρίς κάποιος να πει κάτι, μέχρι που ο κύριος με το μαύρο παλτό
έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα και μου το έβαλε μπροστά μου. «Θα θέλατε, ένα τσιγάρο να
μου κάνετε παρέα;» ρώτησε, «ε, με συγχωρείτε αλλά το έχω κόψει εδώ και καιρό. Σας
ευχαριστώ» απάντησα αμέσως. Αφού άναψε το τσιγάρο με αργές κινήσεις κοίταξε το
σκουριασμένο βαγόνι μπροστά του και μου είπε. «Ξέρετε, είστε ο μόνος που δεν με κοίταξε
με λύπηση πριν από λίγο όταν προσευχόμουνα δυνατά , και ήσασταν ο μοναδικός που δεν
γέλασε όταν είδατε τα ρούχα μου.» Αφού με κοίταξε με ρώτησε το όνομα μου. «Πάνος, το
δικό σου;» του απάντησα, μου χαμογέλασε και συνέχισε «Εγωιστή, τρελό, ζητιάνο, φύγε
από εδώ», έτσι με φωνάζουν εδώ και καιρό όπου πάω. Αλλά νομίζω κάποτε με λέγανε Νίκο.
Δεν ήμουνα έτσι εγώ, Πάνο, αλλά αυτοί που λένε ότι ο άνθρωπος αλλάζει μέσα σε μία
στιγμή πρέπει να είχαν δίκαιο τελικά...Είχα πολλά λεφτά, σπίτια, μαγαζιά, γυναίκες, ακριβά
ρούχα, αυτοκίνητα, έκανα ταξίδια, και άλλα πολλά. Αλλά τυφλώθηκα απ’ όλα αυτά και ποτέ
μου δεν κατάλαβα τι έχανα μέρα με τη μέρα. Νόμιζα ότι είχα τα πάντα, μα τελικά δεν είχα
τίποτα...». Κόμπιασε για λίγο, τότε δάκρυα ξανά ξεκίνησαν και κυλούσαν στις γραμμές από
το πρόσωπο του... «Μόνο τώρα καταλαβαίνω πως ή ζωή είναι μικρές στιγμές, μετρημένες
στα δάχτυλα των χεριών σου, Στιγμές που όσος χρόνος και να περάσει μένουν αναλλοίωτες
στην μνήμη σου, για να σου θυμίζουν συνέχεια το ποιός είσαι και ποιός είναι ο προορισμός
σου...Να σου θυμίζουν ότι πρέπει να ζείς...» Τότε ήταν που η δυνατή φωνή από τα παλιά
γκρί μεγάλα μεγάφωνα διέκοψε κάθε άλλον ήχο στον σταθμό.
Μόλις είχε φτάσει το τρένο και οι άνθρωποι που πριν γελούσαν, συζητούσαν, έβριζαν,
φιλιόταν, τώρα βιάζονται να ανέβουν για να πιάσουν μία καλή θέση στα βαγόνια. Αλλά
εγώ καθόμουν ακόμη εκεί στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο παρέα με κάποιον που μόλις
γνώρισα. «Φύγε, θα το χάσεις», μου είπε χαμογελώντας και ανακουφισμένος, λες και
είχε φύγει ένα τεράστιο βάρος από μέσα του, διακόπτοντας έτσι για λίγο τις σκέψεις
μου. Σηκώθηκα και του είπα «Σας ευχαριστώ πολύ για όλα». Ο ίδιος σηκώθηκε και αφού
συμμάζεψε πρόχειρα το μαύρο του παλτό, μου απάντησε «Εγώ σε ευχαριστώ μέσα από την
καρδιά μου που θέλησες να ακούσεις έναν τρελό ζητιάνο» και γυρνώντας την πλάτη του,
έφυγε προς την έξοδο του σιδηροδρομικού σταθμού για ένα μοναχικό παγκάκι που για
εδώ και μέρες, όπως έμαθα μετά, ήταν το σπίτι του. Αφού ανέβηκα στο τρένο, έβαλα το mp3
μου να παίζει ξανά, κάθισα και κοίταξα αυτόν τον “τρελό “ να απομακρύνεται, αμέσως μια
σκέψη μου ήρθε στο μυαλό μου. Ζούμε η απλά υπάρχουμε;
Υ.γ Τι αλήθεια ζητάμε από την ζωή μας; Λεφτά, αμάξια, ρούχα, κοσμήματα, κινητά,
υπολογιστές; Αυτά θα μας κάνουν άραγε χαρούμενους, ευτυχισμένους; Η μήπως το να
ξεγελάμε τον εαυτό μας βάζοντας ένα «πρέπει» σαν αδιαπέραστο τοίχος μπροστά στα
μάτια μας, θα μας κάνει να ζούμε καλύτερα; Τέλος, ποιος μπορεί πραγματικά να αντέξει την
ομορφιά ενός παραμυθιού, πολλοί; λίγοι; κανένας; Οι απαντήσεις δικές σας...
«Και αλήθεια ποιόν να κατηγορήσω που δεν ζω; Aς ξεκινήσω με εμένα..»
Καλό Σαββατοκύριακο σε όλους.
Panos Angel